- προκαταστροφή
- ἡ, Α [προκαταστρέφω]1. πρόωρος θάνατος2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταστροφήν — προκαταστροφή predecease fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)